Δείτε παρακάτω κάποιες πληροφορία για την οστεοπόρωση και τις παθήσεις της:
Η οστεοπόρωση είναι ορισμένη ως «μία σιωπηλή σκελετική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από μειωμένη αντοχή των οστών η οποία προδιαθέτει σε αυξημένο κίνδυνο κατάγματος. Η αντοχή των οστών αντικατοπτρίζει την ενσωμάτωση 2 βασικών χαρακτηριστικών: την οστική πυκνότητα και την ποιότητα των οστών». Η οστεοπόρωση δεν έχει συμπτώματα. Ο λόγος που δίνουμε θεραπεία για την οστεοπόρωση είναι για να αποτρέψουμε κατάγματα.
Η ηλικία είναι ο πιο σημαντικός παράγων κινδύνου για την οστεοπόρωση. Η οστεοπόρωση είναι πιο συχνή στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, αλλά είναι επίσης αρκετά συχνή και στους άνδρες. Τις περισσότερες φορές, δεν μπορεί να βρεθεί άλλο αίτιο για την οστεοπόρωση. Όμως, όχι σπανίως, η οστεοπόρωση έχει μία υποκείμενη πάθηση που μπορεί να μείνει αδιάγνωστη εάν δεν γίνει έλεγχος για αυτήν. Για παράδειγμα, παθήσεις και καταστάσεις που μπορεί να οδηγήσουν στην οστεοπόρωση περιλαμβάνουν την ανεπάρκεια βιταμίνης D, την ανεπαρκή πρόσληψη ασβεστίου, το διαβήτη, την υπερβολική κορτιζόλη, τον υπερθυρεοειδισμό, τον υπερπαραθυρεοειδισμό, τον υπογοναδισμό, την υποφωσφατασία, τον αλκοολισμό, της διατροφικές διαταραχές, τις χρόνιες ηπατοπάθειες, τη δυσαπορρόφηση (π.χ. κοιλιοκάκη), τον υποσιτισμό, διάφορα φάρμακα, ακινητοποίηση, πολλαπλούν μυέλωμα και άλλες κακοήθειες, μεταμοσχεύσεις οργάνων, σπάνιες γενετικές διαταραχές, αλλά και πολλές άλλες παθήσεις. Είναι πολύ σημαντικό ο/η ιατρός να λάβει υπόψη του/της αυτές τις πιθανές διαταραχές, και, εάν υπάρχει υψηλή κλινική υποψία, να κάνει εξετάσεις στον/στην ασθενή για αυτές. Εμείς, προτού ξεκινήσουμε θεραπεία για την οστεοπόρωση, πραγματοποιούμε ενδελεχή εργαστηριακό έλεγχο για να αποκλείσουμε τα πιο συχνά αίτια δευτεροπαθούς οστεοπόρωσης, και προσθέτουμε περαιτέρω εξετάσεις εάν υπάρχει κλινική υποψία για πιο σπάνια αίτια, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες των National Osteoporosis Foundation, American Academy of Clinical Endocrinology, και Endocrine Society.
Η διάγνωση της οστεοπόρωσης μπορεί να γίνει εάν πληροίτε οποιοδήποτε από τα επόμενα κριτήρια:
Το DXA scan (μέτρηση οστικής πυκνότητας) δείχνει ένα T-score -2.5 ή χαμηλότερο στη σπονδυλική στήλη, στο ισχίο, ή/και στο άπω μέρος της κερκίδας.
Ιστορικό κατάγματος ευθραυστότητας (κάταγμα οποιουδήποτε οστού μετά από πτώση από όρθια στάση ή χαμηλότερο ύψος, εκτός από κατάγματα κρανίου, αυχενικής μοίρας σπονδυλικής στήλης, αστραγάλου, ή άκρας χείρας/άκρου ποδός) ασχέτως από την οστική πυκνότητα.
Οστεοπενία ή χαμηλή οστική μάζα με βάση το DXA scan, σε συνδυασμό με υψηλή πιθανότητα κινδύνου για οστεοπορωτικό κάταγμα με βάση το FRAX score (πάνω από 20% πιθανότητα κατάγματος σε οποιοδήποτε σημείο, ή/και πάνω από 3% πιθανότητα κατάγματος στο ισχίο, στα επόμενα 10 χρόνια).
Η θεραπεία της οστεοπόρωσης είναι πρώτα από όλα η θεραπεία της υποκείμενης πάθησης, εάν υπάρχει διάγνωση υποκείμενης πάθησης. Εάν δε βρεθεί κάποια συγκεκριμένη υποκείμενη πάθηση, ή εάν η θεραπεία της υποκείμενης πάθησης δεν επαρκεί για τη θεραπεία της οστεοπόρωσης, τότε συνίσταται να ξεκινήσετε φαρμακευτική θεραπεία, για να μειώσετε τις πιθανότητες να πάθετε ένα κάταγμα.
Υπάρχουν πολλές διαθέσιμες φαρμακευτικές επιλογές, οι οποίες διαχωρίζονται σε 2 βασικές κατηγορίες:
Οι αντι-απορροφητικοί παράγοντες είναι φάρμακα που καθυστερούν το μεταβολισμό των οστών. Μειώνουν την επαναρρόφηση οστού περισσότερο από ότι μειώνουν τη δημιουργία οστού, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι η αύξηση της οστικής μάζας και η πρόληψη καταγμάτων. Τα φάρμακα αυτά περιλαμβάνουν τα διφωσφονικά (αλενδρονάτη, ρισεδρονάτη, ζολεδρονάτη, κλπ), τη ραλοξιφαίνη, και τη δενοσουμάμπη. Γενικώς, μειώνουν τον κίνδυνο κατάγματος σπονδυλικής στήλης κατά 50-70%, και τον κίνδυνο κατάγματος ισχίου κατά 30-40%, ανάλογα με το φάρμακο (λίγο λιγότερη μείωση με τη ραλοξιφαίνη). Ανάλογα με το φάρμακο, μπορεί να υπάρχουν σπάνιες παρενέργειες, όπως οστεονέκρωση της γνάθου, άτυπο κάταγμα μηριαίου οστού, καθώς και άλλες παρενέργειες αναλόγως με το συγκεκριμένο φάρμακο που θα επιλεχθεί.
Οι αναβολικοί παράγοντες είναι φάρμακα που επιταχύνουν το μεταβολισμό των οστών. Τους πρώτους μήνες της θεραπείας, επιταχύνουν τη δημιουργία οστού περισσότερο από ότι επιταχύνουν την επαναρρόφηση οστού, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι η αύξηση της οστικής μάζας και η πρόληψη καταγμάτων. Τα φάρμακα αυτά περιλαμβάνουν την τεριπαρατίδη, αμπαλοπαρατίδη, και ρομοσοζουμάμπη (το φάρμακο αυτό έχει την ιδιαιτερότητα ότι μειώνει την επαναρρόφηση οστού). Γενικώς, μειώνουν τον κίνδυνο κατάγματος σπονδυλικής στήλης κατά 65-85%, και αυξάνουν σημαντικά την οστική πυκνότητα στο ισχίο. Πιθανές παρενέργειες της τεριπαρατίδης και ρομοσοζουμάμπης περιλαμβάνουν την αύξηση του ασβεστίου στο αίμα, την αύξηση του ασβεστίου στα ούρα, ζάλη, ναυτία, πονοκέφαλο, αίσθημα παλμών, αίσθημα κόπωσης, στομαχόπονο, ίλιγγο, θεωρητικό κίνδυνο ανάπτυξης οστεοσαρκώματος που όμως δεν έχει αποδειχτεί να είναι πραγματικός κ.ά. Πιθανές παρενέργειες της ρομοσοζουμάμπης περιλαμβάνουν πονοκέφαλο, αρθραλγία, οστεονέκρωση της γνάθου (σπάνιο), άτυπο κάταγμα μηριαίου (σπάνιο), χαμηλό ασβέστιο αίματος, αντιδράσεις υπερευαισθησίας στην ένεση, καρδιαγγειακές παρενέργειες (υπάρχει προειδοποίηση από το FDA για πιθανή αύξηση στεφανιαίας νόσου και εγκεφαλικών επεισοδίων, με βάση τις αρχικές έρευνες του φαρμάκου. Για αυτό το λόγο, το δίνουμε σε πολύ σοβαρή οστεοπόρωση με πολλαπλά κατάγματα).
Εκτός των ανωτέρω, σημαντικά μέτρα που μπορούμε να λάβουμε για να αποφύγουμε κατάγματα περιλαμβάνουν το ακόλουθα:
Σιγουρευτείτε ότι λαμβάνετε επαρκή ποσότητα βιταμίνης D (η προτεινόμενη καθημερινή δόση είναι περίπου 800-2.000 μονάδες ημερησίως).
Σιγουρευτείτε ότι λαμβάνετε επαρκή ποσότητα ασβεστίου μέσω της διατροφής, ή/και μέσω συμπληρωμάτων (συνολική ποσότητα 1.000-1.200 mg ασβεστίου ημερησίως). Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την κατανάλωση 3 μερίδων γαλακτοκομικών ανά ημέρα.
Βεβαιωθείτε ότι συμμετέχετε σε πρόγραμμα άσκησης με διαβαθμισμένη αντίσταση.
Μπορείτε να βρείτε περισσότερες πληροφορίες στην ιστοσελίδα του National Osteoporosis Foundation:
Η φροντίδα των οστεοπόρωσης είναι απαραίτητο να περιλαμβάνει ενδελεχή έλεγχο για πιθανές υποκείμενες παθήσεις, και εκτενή συζήτηση για την επιλογή της κατάλληλης θεραπείας. Για αυτό το λόγο, συνίσταται η εξέταση από ειδικό Ενδοκρινολόγο.