Χρειάζεστε Ραδιενεργό Ιώδιο για τον Καρκίνο του Θυρεοειδούς;
Κάθε ασθενής είναι διαφορετικός/ή, και πρέπει να αντιμετωπίζεται ακριβώς με αυτόν τον τρόπο! Έχουμε γίνει μάρτυρες της συγκλονιστικής προόδου στο πεδίο του καρκίνου του θυρεοειδούς. Στις μέρες μας, έχουμε πολύ καλύτερη κατανόηση της ασθένειας αυτής, και μπορούμε να προσαρμόσουμε τη θεραπεία στις ανάγκες του/της κάθε ασθενούς, κάτι που αποκαλούμε εξατομικευμένη ιατρική. Το ίδιο ισχύει και για τη θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο.
Οι τελευταίες κατευθυντήριες οδηγίες για τον καρκίνο θυρεοειδούς του American Thyroid Association περιέχουν ένα πολύ καλό σύστημα διαστρωμάτωσης κινδύνου. Για να βρούμε ποιος είναι ο κίνδυνος επανεμφάνισης του καρκίνου του θυρεοειδούς μετά τη θυρεοειδεκτομή, λαμβάνουμε υπόψη τις εξετάσεις αίματος και τον υπέρηχο του τραχήλου (λαιμού) πριν και μετά το χειρουργείο, την εκτίμηση του/της χειρουργού κατά τη διάρκεια του χειρουργείου, τη λεπτομερή αναφορά του/της παθολογοανατόμου για το πώς φαίνεται ο καρκίνος στο μικροσκόπιο, και ό,τι άλλα δεδομένα είναι διαθέσιμα. Συνδυάζουμε αυτές τις πληροφορίες για να κατηγοριοποιήσουμε τον κάθε καρκίνο θυρεοειδούς σε χαμηλού, ενδιάμεσου, και υψηλού κινδύνου.
Στο παρελθόν, η θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο δινόταν πολύ πιο συχνά, και σε πολύ μεγαλύτερες δόσεις, ακόμα και για καρκίνους χαμηλού κινδύνου. Όμως, καθώς κατανοούμε τον καρκίνο του θυρεοειδούς καλύτερα, έχουμε δει ότι το ραδιενεργό ιώδιο δε χρειάζεται σε καρκίνους χαμηλού κινδύνου, καθώς δε θα αλλάξει σημαντικά την πιθανότητα να επανεμφανισθεί ο καρκίνος στο λαιμό, ή να ταξιδέψει σε άλλα μέρη του σώματος. Επίσης, σε αυτούς τους καρκίνους χαμηλού κινδύνου, δε βελτιώνει την επιβίωση (εκτός από κάποιες ειδικές περιπτώσεις), η οποία είναι ήδη άριστη. Όταν ο/η ασθενής μας όντως το χρειάζεται, τις περισσότερες φορές η δόση που πρέπει να δοθεί είναι χαμηλότερη από τη δόση που θα δίναμε για την ίδια περίπτωση πριν 10 ή περισσότερα χρόνια.
Αλλά γιατί είναι σημαντικό να προσπαθούμε να αποφεύγουμε το ραδιενεργό ιώδιο όταν δεν είναι απαραίτητο; Όπως και με κάθε άλλο φάρμακο, το ραδιενεργό ιώδιο μπορεί να έχει επιπλοκές. Οι επιπλοκές αυτές εξαρτώνται από τη δόση του ραδιενεργού ιωδίου, και μπορεί να έχουν επίπτωση στην ποιότητα ζωής. Ο/η ασθενής μπορεί να αποκτήσει ξηροστομία και ξηροφθαλμία, και να νιώσει δυσάρεστη αλλαγή στη γεύση των φαγητών, καθώς το ραδιενεργό ιώδιο μπορεί να βλάψει τους σιελογόνους και δακρυγόνους αδένες. Οι αδένες αυτοί μπορεί κάποιες φορές να πρηστούν και να πονάνε για κάποιες βδομάδες μετά τη θεραπεία. Λιγότερο συχνά, οι επιπλοκές αυτές μπορεί να παραμείνουν μακροχρόνια. Σε πολύ υψηλές δόσεις, γενικά πάνω από 200 mCi, εάν ο/η ιατρός δεν είναι προσεκτικός, ο/η ασθενής μπορεί να αποκτήσει επιπλοκές στα νεφρά, στους πνεύμονες, ή/και στο μυελό των οστών. Τέλος, υπάρχει και μία πολύ μικρή έως απειροελάχιστη αύξηση του κινδύνου για άλλους καρκίνους λόγω της ραδιενέργειας, αλλά αυτή η αύξηση είναι πολύ μικρή. Έτσι, δε χρειάζονται επιπρόσθετοι έλεγχοι για άλλους καρκίνους μετά το ραδιενεργό ιώδιο, πέρα από ό,τι ενδείκνυται για το γενικό πληθυσμό.
Λόγω όλων των παραπάνω, είναι καλό ο ιατρός σας να είναι ενημερωμένος για τα τελευταία επιστημονικά δεδομένα και κατευθυντήριες οδηγίες, και ακόμα καλύτερα να έχει εξειδίκευση στις παθήσεις του θυρεοειδούς. Έτσι, θα είστε σίγουροι ότι η θεραπεία σας θα είναι εξατομικευμένη και βασισμένη στις δικές σας ανάγκες, ώστε να λάβετε ραδιενεργό ιώδιο στη σωστή δόση όταν το χρειάζεστε, και να μην το λάβετε καθόλου όταν δεν το χρειάζεστε.
Σιγουρευτείτε ότι θα πάρετε μία δεύτερη γνώμη πριν λάβετε μία υψηλή δόση ραδιενεργού ιωδίου, ή όταν ο/η ιατρός σας δε σκοπεύει να σας δώσει ραδιενεργό ιώδιο για ένα καρκίνο υψηλότερου κινδύνου!